- ταχυδρόμος
- [тахидромос] ουσ. а. почтальон
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
ταχυδρόμος — fast running masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταχυδρόμος — Τίτλος ελληνικών εφημερίδων και περιοδικών. 1. Εφημερίδα της Κεφαλονιάς. Ιδρύθηκε το 1868. 2. Καθημερινή ελληνική εφημερίδα με έδρα την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Ιδρύθηκε το 1880 και είναι η αρχαιότερη ελληνική εφημερίδα σε όλο τον κόσμο, που… … Dictionary of Greek
ταχυδρόμος — ο ταχυδρομικός διανομέας, γραμματοκομιστής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ταχυδρόμον — ταχυδρόμος fast running masc/fem acc sg ταχυδρόμος fast running neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταχυδρόμα — ταχυδρόμος fast running neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταχυδρόμοι — ταχυδρόμος fast running masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταχυδρόμου — ταχυδρόμος fast running masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταχυδρόμους — ταχυδρόμος fast running masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταχυδρόμων — ταχυδρόμος fast running masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταχυδρόμῳ — ταχυδρόμος fast running masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Τύπος — ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ Πριν και κατά τη διάρκεια της Eπανάστασης του 1821 Η γέννηση του ελληνικού Τύπου συντελέστηκε ουσιαστικά στα τέλη του 18ου αιώνα στις περιοχές της ελληνικής διασποράς. Η οικονομική ευρωστία της… … Dictionary of Greek